Ιστορία

Η Ύδρα σύμφωνα με νεότερες αρχαιολογικές έρευνες, έχει κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή. Δρύοπες, Μυκηναίοι, Κάρες, Σάμιοι, Αθηναίοι πρόσφυγες της εποχής των περσικών πολέμων, εποίκησαν και κατοίκησαν την Ύδρα. Η ακμή του νησιού συνέπεσε με την Πρωτοελλαδική και την Μυκηναϊκή εποχή. Το νησί ήταν εμπορικό-ναυτικό κέντρο, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η περιοχή της Επισκοπής, του Αγίου Γεωργίου-Αγίου Νικολάου Μπίστη, το Μπαλί, η ακρόπολη του Βλυχού και η περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής της Ζούρβας, ήταν σημαντικοί οικισμοί εκείνης της εποχής, ενώ την Κλασσική εποχή η Ύδρα ήταν στη δικαιοδοσία της Ερμιόνης. Από αυτούς, την αγόρασαν Σάμιοι πολιτικοί εξόριστοι που οχύρωσαν την ακρόπολη του Βλυχού. Οι Σάμιοι, αφού ήρθαν σε σύγκρουση και μετά από ήττα με τους Αιγινήτες, πούλησαν την Ύδρα στους Τροιζήνιους. Την Κλασική εποχή η Ύδρα παρουσιάζει έναν συγγραφέα κωμωδιών, τον Ευάγη τον Υδρεάτη. Την ρωμαίικη και κατόπιν την βυζαντινή περίοδο το νησί κατοικείται ανελλιπώς.

Γύρω στο 1460 αρχίζει η σημαντική ανάπτυξη της Ύδρας με την εγκατάσταση Αρβανιτών φυγάδων που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο εξαιτίας της κατάκτησής της από τα οθωμανικά στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή[1]. Τότε είναι που ξεκινά να χτίζεται και η σημερινή πόλη της Ύδρας και συγκεκριμένα γύρω από τον λόφο του Κιάφα για λόγους ασφαλείας από πειρατικές επιδρομές.

Τους επόμενους αιώνες παρατηρήθηκαν νέες εγκαταστάσεις πολυάριθμων οικογενειών στο νησί. Μεταξύ αυτών οι οικογένειες Λαζάρου (μετέπειτα Κοκκίνη) και Ζέρβα (μετέπειτα Κουντουριώτη) από την Ήπειρο, οι Μπαρού ή Ραφαλιά, Νέγκα και Γκούμα από την Κύθνο, Κριεζή και Βώκου (μετέπειτα Μιαούλη) από την Εύβοια, Γιακουμάκη (κατόπιν Τομπάζη) και Χονδροδημήτρη ή Παπαμανώλη από τη Μικρά Ασία, Λιγνού από την Κρήτη κλπ[2]. Ως συνέπεια του Ζ΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα νέοι κάτοικοι προερχόμενοι από την Πελοπόννησο, η οποία πέρασε εκ νέου στα χέρια των Οθωμανών[3].

Διοικητικά, κοινοτικοί άρχοντες της Ύδρας ήταν αρχικά οι εκάστοτε δύο ιερείς του νησιού. Κατά το 1667 εγκαινιάστηκε η συμμετοχή τριών ακόμη μελών (ένας με καθήκοντα γραμματέα και δύο ως επίτροποι). Με την πάροδο των ετών οι επίτροποι αντικαταστάθηκαν από ισάριθμους δημογέροντες, ενώ μετά το 1770 η εξουσία πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στους ισχυρούς πλοιοκτήτες[4].

Η Ύδρα στην Επανάσταση του 1821

Η Επανάσταση βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου πλούτου από χρυσά νομίσματα της εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της επιτυχημένης εμπλοκής της στο εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το εμπόριο μετά το 1810 είχε κάμψη αλλά ο στόλος της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα πλοία συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος από αυτόν των Σπετσών που διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907 τόνων. Τα Ψαρά διέθεταν 35 – 40 πλοία και η Κάσος 15. Τα πληρώματα είχαν αποκτήσει και πολεμική εμπειρία λόγω των συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας. Τουλάχιστον από το 1820 οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο μυστικό της Επανάστασης.

Σε συνάντηση μελών της Φιλικής Εταιρείας με τον Παπαφλέσσα κατά τα τέλη του 1820 στην Ύδρα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη δύο τάσεων στις τάξεις των ντόπιων Φιλικών: από τη μια πλευρά υπήρχε η παράταξη εκείνων των Φιλικών με κύριους εκφραστές τον Αντώνη Οικονόμου, τον Γκίκα Θ. Γκίκα κ.ά. που δήλωναν έτοιμοι για την εξέγερση και από την άλλη η συντηρητική παράταξη των ισχυρών προεστών του νησιού (Κουντουριώτηδες κ.ά.) που αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις του Παπαφλέσσα και προβληματίζονταν από την ισχύ του οθωμανικού στόλου[5].

Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία από τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με επιστολή της 24 Μαρτίου 1821 οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από “τουρκολάτρες”, και ζητούν τη βοήθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό του εχθρού. Κατά την επικρατούσα άποψη οι Υδραίοι φάνηκαν διστακτικοί στο να εξεγερθούν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ενθυμούμενοι τις καταστροφές που είχαν πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του 1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14 Απριλίου με εκκλησιαστική πομπή. Κατά την άποψη του Αντώνιου Λιγνού που εξέδωσε το ιστορικό αρχείο της Ύδρας, ο λαός της Ύδρας επαναστάτησε την Κυριακή 27 Μαρτίου, και καθαίρεσε τον εκπρόσωπο της Οθωμανικής εξουσίας Νικόλαο Κοκοβίλα. Την επαναστατική διοίκηση ανέλαβε ο Αντώνιος Οικονόμου.[6] Την 31 Μαρτίου οι πρόκριτοι αναγνώρισαν τον Οικονόμο και του έδωσαν την εξουσία να κινητοποιήσει τις απαιτούμενες ναυτικές και πεζές δυνάμεις. Την 15 Απριλίου, αφού έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες, κηρύχθηκε επισήμως η Επανάσταση από όλους.[7] Την 14η Απριλίου οι προεστοί τύπωσαν ειδικό συνοδευτικό έγγραφο για τα πλοία που απέπλεαν από το νησί για καταδρομικές επιχειρήσεις. Το έντυπο αυτό, στην ελληνική και ιταλική, αποτελούσε και γραπτή επαναστατική διακήρυξη που έφερε τον τίτλο “Διαβατήριον των Ελληνικών Μαχομένων Πλοίων”. Είχε κενό το όνομα του καπετάνιου, του πλοίου, τον αριθμό των κανονιών και την ημερομηνία, τα οποία συμπληρώνονταν κατά περίπτωση.[8] Ένα τέτοιο έγγραφο εκδοθέν για τον Γιακουμάκη Τομπάζη δημοσίευσε ο Ομηρίδης Σκυλίτσης:”ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ. Το Ελληνικόν Έθνος βεβαρυμένον πλέον να στενάζη υπό τον σκληρόν ζυγόν υπό τον οποίον τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδίστως, τρέχει με γενικήν και ομόφωνον ορμήν εις τα όπλα δια να κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσσους τας υπό των βαρβάρων Μωαμεθανών περιτεθίσας εις αυτό. …Ημείς οι προύχοντες, οι συγκροτούντες την διοίκησιν της Νήσου ταύτης επιτρέπομεν εις τον Καπετάνιον Γιακουμάκην Τουμπάζην του πλοίου Θεμιστοκλής, το οποίον έχει κανόνια δεκαέξ και άλλα πολεμικά όπλα υπό την Ελληνικήν σημαίαν να υπάγη μετά του πλοίου τούτου, όπου ήθελε κρίνει ωφέλιμον και αναγκαίον εις τον κοινόν αγώνα, και να ενεργή κατά των Οθωμανικών δυνάμεων δια ξηράς τε και θαλάσσης πάν ό,τι συγχωρείται εις νόμιμον πόλεμον, έως ού η ελευθερία και ανεξαρτησία του Ελληνικού Γένους να αποκατασταθή με στερέωσιν ...16 Απριλίου 1821“.
[9]

Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα υδραίικα πληρώματα αποκαλούνταν “Σουλουτζαλήδες”, έναντι των Σπετσιώτικων που αποκαλούνταν “Τζαμουτζαλήδες”, που όμως ήταν λίαν περιζήτητα ακόμη και από τους Οθωμανούς στολάρχους, όπως και από τον Καρά-Αλή. Υδραίοι, όπως και άλλοι νησιώτες, ναυτολογούνταν με τη βία στον οθωμανικό στόλο. Ο Τσαμαδός αναφέρει περιστατικό κατά τον Σεπτέμβριο του 1822, όπου η τουρκική ναυαρχίδα είχε προσαράξει σε νησίδα της Αργολίδας. Υδραίοι ναύτες που υπηρετούσαν σ’ αυτή με τη βία, κατάφεραν να ξεκολλήσουν το πλοίο και ως ανταμοιβή αφέθηκαν ελεύθεροι.[10]

Περί το τέλος της δεκαετίας του ’50 η διάσημη ηθοποιός Σοφία Λόρεν, ανταποκρινόμενη σε αίτημα της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης, “γύρισε” στην Ύδρα την γνωστή κινηματογραφική επιτυχία “Το παιδί και το δελφίνι”, τα γυρίσματα της οποίας παρακολούθησε η ίδια η Βασίλισσα. Ήταν ακριβώς η απαρχή της μεταφοράς του τουριστικού ενδιαφέροντος (ανάπτυξης) από το Λουτράκι στα νησιά του Αργοσαρωνικού, υποβοηθούμενη από την έβδομη τέχνη.

Μιαούλεια

Τα Μιαούλεια είναι φεστιβάλ που διεξάγεται κάθε χρόνο στο τέλος του Ιουνίου στην Ύδρα. Είναι αφιερωμένο στην ναυτική πολεμική δράση του Ανδρέα Μιαούλη και των άλλων Υδραίων Ναυμάχων, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).

Το φεστιβάλ αποτελείται από μια σειρά εορταστικών εκδηλώσεων που διαρκούν δύο εβδομάδες και περιλαμβάνουν ποικίλες δραστηριότητες και γεγονότα καλλιτεχνικά, εκθέσεις, συναυλίες και άλλες. Κέντρο των εκδηλώσεων είναι η αναπαράσταση μικρού τμήματος της ναυμαχίας και κυρίως της στιγμής που πυρπολείται μια μεγάλη φρεγάτα που ολοκληρώνεται με την καύση στην είσοδο του λιμανιού, ενός μικρού ομοιώματος της τουρκικής φρεγάτας.